αβακοστρώστης

αβακοστρώστης
ο [αβακοστρώνω]
τεχνίτης που ασχολείται με την πλακόστρωση τού εδάφους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αβακοστρώνω — στρώνω, καλύπτω το έδαφος με αβακοειδείς πλάκες, πλακοστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άβακας + στρώνω. ΠΑΡ. αβακοστρώστης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”